Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Θολή ανάμνηση

Και πάνω που θυμήθηκα που είσαι

ξέχασα ποια είσαι και τι κάνεις,

και μόλις θυμήθηκα ποια είσαι

ξέχασα το πως είσαι,

μάλλον δεν μπορώ να σε βρω ολοκληρωτικά...

...οπότε και εγώ άκουσα το ξυπνητήρι μου,

σηκώθηκα και πήγα για δουλειά,

με μία θολή ανάμνησή σου.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Το κουτί

Κάθεσαι σε ένα κουτί και κοιτάς έξω, 
σκοτάδι και λίγο φως από τις παλιολάμπες που δουλεύουν εδώ και 30 χρόνια κάθε βράδυ, 
η σκύλα να γαυγίζει ζητώντας φαγητό ή χάδια, 
το φεγγάρι πίσω από τα σύννεφα να προσπαθεί να φωτίζει όσο μπορεί και εκείνο,
και οι Pink Floyd σε χαμηλή ένταση. 
Πρέπει να καθίσεις και να περιμένεις εκεί μέχρι τις 6 το πρωί, 
χωρίς να ξέρεις το γιατί, 
το ποιος σε έβαλε εκεί και ποιος θα σε διώξει από εκεί, 
να μην σηκωθείς, 
να μην δώσεις χάδια και φαγητό στην σκύλα, 
να μην φωτίσεις το σκοτάδι, 
να μην κοιτάξεις το φεγγάρι,
να μην ακούσεις τους Pink Floyd.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δημιουργείς σκέψεις,
κενές ή γεμάτες, αρκεί να περάσει η ώρα,
σκέψεις προσώπων, καταστάσεων, αναμνήσεων,
ότι μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις το μέρος που βρίσκεσαι,
το τσιγάρο κάνει την δουλειά του και σε πνίγει παρά σε ικανοποιεί,
τα δέντρα σιωπηλά ίσως κάνουν ότι και εσύ,
τα αστέρια πλέον δεν φωτίζουν,
οι δαίμονες του μυαλού σου σε περιτριγυρίζουν,
ψάχνουν την αδύναμη στιγμή για να εισέλθουν στο κεφάλι σου και να σε βασανίσουν,
το κρύο δεν σε διαπερνά, δεν είσαι νεκρός και χαίρεσαι,
αλλά η αίσθηση παραμένει ίδια,
ο βιασμός της ανούσιας καθημερινότητάς μας συνεχίζεται,
και εσύ κοιτάς το ρολόι,
γιατί αυτή είναι άλλη μία βραδιά στη ζωή σου 
και όχι η τελευταία.

Κλον 2

Ο Κλον φτάνει στο πτώμα, κοιτάει την κοπέλα αλλά δεν την αναγνωρίζει, "Ποιά είσαι εσύ βρε κούκλα μου;" της λέει, μην περιμένοντας κάποια απάντηση. Η κοπέλα ήταν ανάσκελα ξαπλωμένη στην μπανιέρα σε ένα λουτρό αίματος...λίγα μπορούσε να διακρίνει ο Κλον πάνω της. Στο χέρι της υπήρχε ένα ποτήρι, το κοιτάει ο Κλον και το αρπάζει, "Εδώ είσαι ρε γαμημένο;" λέει. Μην θέλοντας να ψάξει για κάτι άλλο και με το ποτήρι στο χέρι βγαίνει από την τουαλέτα. Βάζει το ποτήρι σε μια σακούλα, ντύνεται γρήγορα γρήγορα και ξεχύνεται στους δρόμους του Λονδίνου. Περπατάει αμέριμνος σαν να μην συμβαίνει τίποτα και όλα να είναι υπό έλεγχο. Μία 20άρα περνάει δίπλα του και αυτός γυρνώντας να κοιτάξει τα όπισθεν κυβικά της, της λέει, "Τι μανάρι είσαι εσύ..." και συνεχίζει της πορεία του. Πάει στο μπακάλικο της γειτονιάς να βρει την Πέτρα, την για εκείνο το διάστημα κοπέλα του. Μπαίνει μέσα, περιμένει στην ουρά ως συνήθως, παραγγέλνει ένα καρβέλι και όταν έρθει η στιγμή να πληρώσει της αποκρίνεται, "Θυμάσαι το αφεντικό μου που σου έλεγα; Την έκανε κάπως την μαλακία. Θα σε πάρω τηλέφωνο για να σου εξηγήσω, τώρα βιάζομαι, πάω να βρω τον ηλίθιο τον Γουόρι να δω αν με κάλυψε χθες.". Αποχωρεί με γοργό βάδιν. Παίρνει το αυτοκίνητό του, μία Μπέντλει του 1980 και οδεύει προς το σπίτι του Γουόρι. Φτάνοντας τον βλέπει να παίζει στην αυλή του σπιτιού μου με την μικρή του κόρη, 2 ετών. Του κάνει νόημα "Ρε παλιοκάθαρμα, τι έγινε και τι έκανες χθες, μην σε αρχίσω στα κατακούτελα, παλιομαλάκα!" του λέει με έντονο και αυστηρό ύφος. "Τι έγινε ρε Κλον, όλα κομπλέ πήγαν δεν θυμάσαι; Σε πιάσανε, εμφανίστηκε κάνας ρουφιάνος ρε; Ποιος σε κάρφωσε;" του απαντά ο Γουόρι. "Δεν θυμάμαι τίποτα, ξύπνησα σήμερα, βρήκα ένα πτώμα στο σπίτι μου και το αφεντικό μας κάτι ξέρει για όλο αυτό, κάπου βρώμισε η δουλειά, πες τι έγινε χθες;"

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Είσαι ένας ψίθυρος μακριά

Η αγάπη είναι ελεύθερη 
Στο πέρασμα του χρόνου, σε συνθήκες ειρήνηςΚαι τώρα είναι εδώΣε αυτή τη ζωή , σε αυτό το όνειρο ...Ξέρεις ποια είναι αυτή η αίσθηση , αλλά ... είναι όλα στο μυαλό σου ;Όταν ξέρεις ποια είναι η αίσθηση να ωθείσαι και να έλκεσαι μέσα από τη ζωή σουΚαι μερικές φορές φαίνεται σαν να υπάρχει ζωή στα μάτια σουΚαι το μόνο που ξέρω είναι ότι σ'αγαπώΝαι σ'αγαπώΚαι έχω την αίσθηση ότι ήδη πετάμεΑλλά ο αέρας είναι αραιός και πεθαίνουμε
Τα σύννεφα γύρω μας, μας πηγαίνουν ολοένα και πιο ψηλά
Ο κόσμος από κάτω μας έχει πιάσει φωτιάΤο χέρι μου βρίσκεται, απλά για να σε αγγίζειΚαι το μόνο που ξέρω είναι ότι σ'αγαπώΈνα όραμα, μια υπόσχεση του ουρανούΈνας λόγος για να είμαι για πάντα


Είσαι απλά ένας ψίθυρος μακριάΈχουμε έρθει πάρα πολύ μακριά για να γυρίσουμε πίσωΕδώ είναι που θα σταθούμε και θα το αντιμετωπίσουμεΑυτοί πραγματικά είμαστε, ένα βήμα πιο κοντάΜέσα σε αυτόν τον αέρα θα πάμε εκεί
Έχουμε έρθει πάρα πολύ μακριά για να γυρίσουμε πίσωΕδώ είναι που θα σταθούμε και θα το αντιμετωπίσουμε

Νιώθω ότι αναπνέειςΕίσαι απλά ένας ψίθυρος μακριά

Έχουμε έρθει πάρα πολύ μακριά για να γυρίσουμε πίσωΕδώ είναι που θα σταθούμε και θα το αντιμετωπίσουμε

Αυτοί πραγματικά είμαστε, ένα βήμα πιο κοντάΜέσα σε αυτόν τον αέρα θα πάμε εκεί
Έχουμε έρθει πάρα πολύ μακριά

Εδώ είναι που θα σταθούμε

Κλον 1

Ο αγριεμένος της χθεσινής βραδιάς από τα ποτά και τα τσιγάρα Κλον ξυπνάει με έναν δαιμονισμένο πονοκέφαλο και την αίσθηση του προβάτου από άγνοια, κοιτάει το κινητό του και βλέπει 3 κλήσεις από το αφεντικό του, αυτό το μισητό αφεντικό που τίποτα άλλο δεν ξέρει να κάνει από το να κράζει τους υφισταμένους του για δήθεν σοβαρούς λόγους. Ακόμα έχει την γεύση του αλκοόλ, βότκα με πορτοκάλι είναι....πόσα να ήπιε, 15, 20, 30 ή 50, δεν θυμάται, ίσως καλύτερα. Πηγαίνει στην κουζίνα να πιει νερό, δεν βρίσκει ποτήρια όμως...τρίβει τα μάτια του και ξαναψάχνει, μα μάταια, "Τι διάολο, 10 ποτήρια είχα, που πήγαν;" μονολογεί. Πίνει με το χέρι από την βρύση, αηδιάζει λίγο και συνεχίζει. Ανοίγει το ψυγείο, άδειο και αυτό. Ανάβει τσιγάρο, μετά δεύτερο και τρίτο. Παίρνει τηλέφωνο το αφεντικό του, "Με θέλατε κάτι κύριε Άλαν;" του λέει, "Ναι ρε κωλόπαιδο, να δω αν είσαι καλά από την χθεσινοβραδινή μας έξοδο." απαντάει αυτός. Ξαφνιάζεται ο Κλον, "Τι, πώς;" απαντάει και σκέφτεται "Μα εγώ δεν βγαίνω μαζί του, δεν κάνουμε παρέα.". "Κατάλαβα, δεν θυμάσαι τίποτα." του ξαναλέει το αφεντικό και συνεχίζει, "Είμαι σίγουρος πως αν πας στην τουαλέτα σου θα παρεις πολλές απαντήσεις για το τι έγινε χθες." και το κλείνει γελώντας, ηλίθια ως συνήθως. Με απορία ο Κλον κλείνει το τηλέφωνο και κατευθύνεται προς την τουαλέτα, "Τι θα αντικρύσω άραγε;" σκέφτεται και ανάβει τσιγάρο, "Πρέπει να τον σταματήσω αυτόν τον καρκίνο, με έχει πεθάνει." λέει και ξεροβήχει, άλλωστε είναι 28 χρονών και κάνει 3 πακέτα την ημέρα εδώ και πολλά χρόνια, εξαιτίας της δουλειάς του. Φτάνει στην τουαλέτα και νοιώθει μία κρυάδα να τον διαπερνά. Κοιτάει κάτω και βλέπει το χαλάκι έξω από την τουαλέτα να είναι υγρό. Δίχως να τον νοιάζει και πολύ ανοίγει την πόρτα, περνάνε 5 δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει την εικόνα που βλέπει....κάνει μία τζούρα και λέει, "Να σου γαμήσω ρε μπάσταρδε." και προχωράει προς τα μέσα. Ένα πτώμα βρισκόταν μέσα στην μπανιέρα δολοφονημένο και τα αίματα βρίσκονταν παντού, μέχρι και το χαλάκι. Ο Κλον γυρνάει και κοιτάει την πατούσα του, "Πότε δεν ήσουν κόκκινο ε;"....και κοιτάει το χαλάκι που πριν λίγο είχε σχολιάσει. Με τον αργό του ρυθμό και ψύχραιμα οδεύει προς το πτώμα για να το παρατηρήσει, "Για να δούμε ποια είσαι και τι έγινε πανάθεμά με." ψιθυρίζει..."Δεν μπορώ να γλύτωσω από αυτήν την γαμημένη τη δουλειά μου ποτέ, ούτε στο ρεπό μου.".

Α

Απροκάλυπτα και απρόσμενα απομερής απέσπασα αέρα εκ των άεργων και απρόθυμων αισθημάτων μου, απελπισμένος για τις απολεσθέν και απρόσμενες προς άλλους αρχές της άβολης και αβέβαιης αγάπης μου προς αυτά.
Αδιάκοπα και άγευστα αηδιάζω αδειάζοντας την άηχη τούτη αισθητική μου ακρόπολη.
Άκοπα ακροβατώ στην ακρωτηριασμένη ακτίνα του αμαρτωλού αυτού και αναρχικού προς αναγκαιότητα αναλφαβητισμού.
Ανέλπιστα όμως αναχαράζω ανήσυχα άρθρα περί ανέγερσης της ανεγκέφαλης και ασταθής ασθένειάς μας για αναλαμπή και άνθιση των αυριανών αποφάσεών μας.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Μπόνος

Και έτρεχε ο Μπόνος, έτρεχε
δεν ήξερε όμως που πήγαινε
έτρεχε με μια ελπίδα
να βρει αυτό που έχασε
στο μυαλό ή στο σώμα δεν ήξερε

και έτρεχε ο Μπόνος, έτρεχε
νοσταλγώντας τα νεανικά του χρόνια
που ήταν πολύ μικρός για να το κάνει
και τώρα που μεγάλωσε
είναι πολύ μεγάλος ποια

και έτρεχε ο Μπόνος, έτρεχε
στα βουνά και τις πόλεις
τις βρωμερες αυτές πόλεις
που με βία αγάπησε
και με βία αποχωρίστηκε
για πάντα

και έτρεχε ο Μπόνος, έτρεχε
και έφτασε ψηλά στα σύννεφα
είδε ένα χαμόγελο να ξεπροβάλει
αλλά ήταν μια όαση του μυαλού του
και όρμησε να την προλάβει
αλλά έπεσε στον καθρέπτη του σώματός του
την αδυναμία του, την πληγή του
και κατάλαβε ποιος ήταν
ένα καθώς-πρέπει τέρας
δίχως όρια

και έτρεχε ο Μπόνος, έτρεχε
και καπου ανάμεσα στο χιούμορ και την οργή
βρήκε δύναμη να λάμψει
στα καταγώγια της ψυχής του
μόλις άκουσε έκπληκτος και άναυδος
"Μπαμπά, που πάμε;"