Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Κλον 1

Ο αγριεμένος της χθεσινής βραδιάς από τα ποτά και τα τσιγάρα Κλον ξυπνάει με έναν δαιμονισμένο πονοκέφαλο και την αίσθηση του προβάτου από άγνοια, κοιτάει το κινητό του και βλέπει 3 κλήσεις από το αφεντικό του, αυτό το μισητό αφεντικό που τίποτα άλλο δεν ξέρει να κάνει από το να κράζει τους υφισταμένους του για δήθεν σοβαρούς λόγους. Ακόμα έχει την γεύση του αλκοόλ, βότκα με πορτοκάλι είναι....πόσα να ήπιε, 15, 20, 30 ή 50, δεν θυμάται, ίσως καλύτερα. Πηγαίνει στην κουζίνα να πιει νερό, δεν βρίσκει ποτήρια όμως...τρίβει τα μάτια του και ξαναψάχνει, μα μάταια, "Τι διάολο, 10 ποτήρια είχα, που πήγαν;" μονολογεί. Πίνει με το χέρι από την βρύση, αηδιάζει λίγο και συνεχίζει. Ανοίγει το ψυγείο, άδειο και αυτό. Ανάβει τσιγάρο, μετά δεύτερο και τρίτο. Παίρνει τηλέφωνο το αφεντικό του, "Με θέλατε κάτι κύριε Άλαν;" του λέει, "Ναι ρε κωλόπαιδο, να δω αν είσαι καλά από την χθεσινοβραδινή μας έξοδο." απαντάει αυτός. Ξαφνιάζεται ο Κλον, "Τι, πώς;" απαντάει και σκέφτεται "Μα εγώ δεν βγαίνω μαζί του, δεν κάνουμε παρέα.". "Κατάλαβα, δεν θυμάσαι τίποτα." του ξαναλέει το αφεντικό και συνεχίζει, "Είμαι σίγουρος πως αν πας στην τουαλέτα σου θα παρεις πολλές απαντήσεις για το τι έγινε χθες." και το κλείνει γελώντας, ηλίθια ως συνήθως. Με απορία ο Κλον κλείνει το τηλέφωνο και κατευθύνεται προς την τουαλέτα, "Τι θα αντικρύσω άραγε;" σκέφτεται και ανάβει τσιγάρο, "Πρέπει να τον σταματήσω αυτόν τον καρκίνο, με έχει πεθάνει." λέει και ξεροβήχει, άλλωστε είναι 28 χρονών και κάνει 3 πακέτα την ημέρα εδώ και πολλά χρόνια, εξαιτίας της δουλειάς του. Φτάνει στην τουαλέτα και νοιώθει μία κρυάδα να τον διαπερνά. Κοιτάει κάτω και βλέπει το χαλάκι έξω από την τουαλέτα να είναι υγρό. Δίχως να τον νοιάζει και πολύ ανοίγει την πόρτα, περνάνε 5 δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει την εικόνα που βλέπει....κάνει μία τζούρα και λέει, "Να σου γαμήσω ρε μπάσταρδε." και προχωράει προς τα μέσα. Ένα πτώμα βρισκόταν μέσα στην μπανιέρα δολοφονημένο και τα αίματα βρίσκονταν παντού, μέχρι και το χαλάκι. Ο Κλον γυρνάει και κοιτάει την πατούσα του, "Πότε δεν ήσουν κόκκινο ε;"....και κοιτάει το χαλάκι που πριν λίγο είχε σχολιάσει. Με τον αργό του ρυθμό και ψύχραιμα οδεύει προς το πτώμα για να το παρατηρήσει, "Για να δούμε ποια είσαι και τι έγινε πανάθεμά με." ψιθυρίζει..."Δεν μπορώ να γλύτωσω από αυτήν την γαμημένη τη δουλειά μου ποτέ, ούτε στο ρεπό μου.".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου